- κλίβανος
- Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο γνωστός φούρνος, στον οποίο ψήνονται το ψωμί και ορισμένα φαγητά. Ο φούρνος αποτελείται από έναν θολωτό θάλαμο, κατασκευασμένο από πυρίμαχα υλικά, που θερμαίνεται με καυσόξυλα, υγρά καύσιμα ή ηλεκτρικές αντιστάσεις. Κ. για το ψήσιμο ψωμιού χρησιμοποιούνται και από τον στρατό, τόσο στους χώρους στρατωνισμού όσο και κατά τις μετακινήσεις ή τις εκστρατείες. Στις τελευταίες χρησιμοποιούνται λυόμενοι κ., που συναρμολογούνται στον τόπο της εγκατάστασης, αλλά και αυτοκινούμενοι, οι οποίοι μπορούν να λειτουργούν καθώς το όχημα που τους μεταφέρει βρίσκεται σε κίνηση.
Στα νοσοκομεία και στα διάφορα υγειονομικά κέντρα οι κ. χρησιμοποιούνται για την απολύμανση εργαλείων και άλλων αντικειμένων και για την καλλιέργεια των μικροβίων. Οι κ. απολύμανσης διακρίνονται στους κ. ξηρής θερμότητας, που χρησιμοποιούνται για την αποστείρωση κυρίως των χειρουργικών εργαλείων, στους κ. υγρής θερμότητας, οι οποίοι λειτουργούν με βραστό νερό υπό πίεση, και στους κ. φορμόλης, οι οποίοι έχουν το πλεονέκτημα να καθαρίζουν τα ρούχα χωρίς να καταστρέφουν τα γουναρικά, τα μεταξωτά και τα δερμάτινα είδη. Επίσης, οι οδοντοτεχνίτες χρησιμοποιούν ειδικούς κ., μέσα στους οποίους ψήνουν τις τεχνητές οδοντοστοιχίες.
Στη βιομηχανία κονσερβών χρησιμοποιούνται κ. ατμού-λαδιού για το ελαφρύ τηγάνισμα, σε φυτικό λάδι, των λαχανικών και των ψαριών.
Τέλος, στη βαριά βιομηχανία χρησιμοποιούνται πολλοί τύποι κ., όπως ο κ. διαδοχής θέρμανσης, για τη θέρμανση των ανεπεξέργαστων μεταλλικών τεμαχίων πριν από την ελασματοποίηση, τη σφυρηλάτηση και τη διαμόρφωση με σφυρηλάτηση σε μήτρα, και ο κ. συνεχούς ροής, για την επεξεργασία μεταλλικής ταινίας που περνά συνεχώς μέσα από τον χώρο επεξεργασίας πάνω σε ραουλόδρομο.
Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κλιβάνου είναι ο γνωστός φούρνος στον οποίον ψήνονται το ψωμί και ορισμένα φαγητά (φωτ. ΑΠΕ).
* * *ο (AM κλίβανος, Α αττ. τ. κρίβανος)νεοελλ.1. συσκευή μέσα στην οποία θερμαίνονται διάφορα υλικά για να υποστούν φυσικές ή χημικές μεταβολές2. στεγανή συσκευή μέσα στην οποία διατηρείται σταθερή θερμοκρασία και η οποία χρησιμεύει για την εργαστηριακή καλλιέργεια μικροβίων ή για τη δημιουργία φυσικών ή χημικών φαινομένων, όπως είναι η αποξήρανση, η αφυδάτωση, η απολύμανση, η αποστείρωση κ.ά., που απαιτούν σταθερή θερμοκρασία λιγότερο ή περισσότερο υψηλήνεοελλ.-μσν.θολωτός θάλαμος κατασκευασμένος από πλίνθους που έχει ένα μόνο άνοιγμα και χρησιμεύει για ψήσιμο άρτου ή φαγητού, φούρνος, κάμινος, καμίνιαρχ.1. πήλινο ή σιδερένιο αγγείο, πλατύτερο στο πάνω μέρος και στενότερο στο κάτω, στο οποίο έψηναν τον άρτο τοποθετώντας ανθρακιά ή ζεστή στάχτη γύρω απ' αυτό («ἐν κλιβάνῳ διαφανέϊ πνίξαντες οὕτω τρώγουσι», Ηρόδ.)2. αγγείο με σχήμα χωνιού, με το οποίο αντλούσαν νερό από πηγάδι3. κοίλωμα σε βράχο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ανος (πρβλ. βάσ-ανος, ράφ-ανος). Παραμένει άγνωστο αν αρχικός τ. είναι το κλίβανος ή κρίβανος. Πρόκειται πιθ. για δάνειες λ. από τη σημιτ. ή την ουραλοαλταϊκή οικογένεια. Συνδέονται πιθ. με γοτθ. hlaifs, αρχ. άνω γερμ. hleib, καθώς και με λατ. libum. Τον τ. κλίβανος δανείστηκε η λατ. με τη μορφή clibanus.ΠΑΡ. κλιβανεύς, κλιβάνιος αρχ. κλιβανικός, κλιβανίτηςαρχ.-μσν.κλιβανωτόςνεοελλ.κλιβανίζω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κλιβανοειδήςμσν.κλιβανοφόρος. (Β' συνθετικό) επικλιβάνιοςνεοελλ.αρτοκλίβανος, ατμοκλίβανος, ξηροκλίβανος].
Dictionary of Greek. 2013.